μοχλίσκος

μοχλίσκος
μοχλ-ίσκος, , Dim. of μοχλός, Hp.Art.67, Ar.Fr.481, Paul.Aeg.6.107.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μοχλίσκος — μοχλίσκος, ὁ (Α) [μοχλός] υποκορ. τού μοχλός …   Dictionary of Greek

  • μοχλίσκοι — μοχλίσκος masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μοχλίσκον — μοχλίσκος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μοχλίσκῳ — μοχλίσκος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μοχλός — Απλή μηχανή, που αποτελείται γενικά από ένα άκαμπτο σώμα με δυνατότητα περιστροφής γύρω από έναν άξονα ή ένα σημείο του άξονα κάτω από την επίδραση δύο ανταγωνιστικών δυνάμεων (η κάθε μία δηλαδή αντίθετη προς την περιστροφή που θα προκαλούσε η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”